- ξεχωνιάζω
- 1. σκάβω βαθιά τη γη, ανασκάπτω2. ανασύρω κάτι βαθιά χωμένο στο έδαφος3. (κατ' επέκτ.) αποκαλύπτω κάτι καλά κρυμμένο («πού πήγες και τό ξεχώνιασες πάλι αυτό το βιβλίο;»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεχώνω κατά τα ρ. σε -ιάζω (πρβλ. καταχωνιάζω: καταχώνω)].
Dictionary of Greek. 2013.